- πίναξ
- Αρχαίος ελληνικός όρος που αρχικά σήμαινε την ξύλινη πινακίδα στην οποία έγραφαν, και αργότερα το ζωγραφικό πίνακα. (Σήμερα στη νεοελληνική χρησιμοποιείται ο όρος πίνακας). Από αυτή τη δεύτερη έννοια προήλθε και ο όρος πινακοθήκη. Σε π. ζωγράφιζαν συνήθως αφιερώματα τα οποία κρεμούσαν στα ιερά, στους τοίχους των ναών και σε δέντρα, όπως αποδεικνύουν οι ζωγραφισμένοι π. από τερακότα των Επιζεφυρίων Λοκρών της Κάτω Ιταλίας. Έχουν σωθεί και μερικά πολύτιμα δείγματα π. του 6ου αι. π.Χ. από την Ελλάδα. Τον 5o αι. π.Χ. μεγάλοι ζωγράφοι, όπως ο Πολύγνωτος, ζωγράφιζαν, παράλληλα με τις τοιχογραφίες, π. που τους προσήλωναν στους τοίχους. Σε ξύλινους π. ζωγράφιζαν ακόμα ο Ζεύξις και ο Απολλόδωρος, ενώ την ίδια εποχή κατασκευαζόταν στην Αθήνα η πρώτη πινακοθήκη. Όλη η ζωγραφική του 4ου αι. π.Χ. ήταν σε πίνακες. Παρόλο που το φθαρτό υλικό τους εξηγεί τη σχεδόν απόλυτη εξαφάνισή τους, οι π. συντέλεσαν στην ευρεία διάδοση σε όλο τον ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο των έργων των μεγάλων ζωγράφων. Ο Πλίνιος βεβαιώνει ότι η μεγάλη ζωγραφική, ανύπαρκτη πια στην εποχή του, ήταν όλη επάνω σε ξύλο.
Πίναξ. Ζωγραφική σε τερακότα με παράσταση πολεμιστή, έργο ίσως του Φείδιππου (6ο αι. π.Χ.). (Μουσείο Ακρόπολης, Αθήνα).
* * *οβλ. πίνακας.
Dictionary of Greek. 2013.